εξωστρέφεια

εξωστρέφεια
η
(ψυχ.), η ιδιότητα χαρακτήρα να στρέφεται προ τον εξωτερικό κόσμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξωστρέφεια — Όρος της ψυχολογίας που δηλώνει τη συγκεκριμένη κατεύθυνση της ψυχικής ενέργειας (λίμπιντο) σε σχέση προς το αντικείμενο. Κατά την ε., η ψυχική ενέργεια φέρεται πάντοτε προς το αντικείμενο που υπάρχει έξω από τον ψυχικό κόσμο του ατόμου, γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • τάντρα — Σύνολο ιερών ινδικών κειμένων μυστικισμού και μαγικού χαρακτήρα, που συντάχθηκαν στη σανσκριτική (Τ. = Βιβλία) και στα οποία βασίζεται ο ταντρισμός. Τα Τ. χρονολογούνται από τον 5o αι. μ.Χ., συντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό μορφή διαλόγου …   Dictionary of Greek

  • εξωστρεφής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και εξώστροφος, η, ο (ψυχ.), που έχει εξωστρέφεια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”